- αλέα
- I
Αρχαία πόλη της Αρκαδίας, του 5ου αι. π.Χ. Ήταν χτισμένη δυτικά της Στυμφαλίας, στο βάθος μεγάλης κοιλάδας, κοντά στο σημερινό χωριό Μπουγιάτι. Χτίστηκε από τον Αλέα, γιο του Αφείδαντα και εγγονό του Αρκάδα. Οι περισσότεροι κάτοικοί της μετακόμισαν αργότερα στη Μεγάλη πόλη που ίδρυσε ο Επαμεινώνδας. Από το 235 π.Χ. η Α. συμμετείχε στην Αχαϊκή Συμπολιτεία, και αργότερα, την εποχή του Παυσανία, στο Αργολικό συνέδριο. Στην Α. υπήρχαν ιερά της Εφεσίας Αρτέμιδος, της Αλέας Αθηνάς και του Διονύσου. Σε αυτόν ήταν αφιερωμένη και η γιορτή Σκιέρεια, στη διάρκεια της οποίας συνήθιζαν να μαστιγώνουν γυναίκες. Το έθιμο αυτό πιθανολογείται ότι προερχόταν από παλαιότερες συνήθειες ανθρωποθυσιών.Από την Α. έχουν διασωθεί νομίσματα του 5ου αι. π.Χ., τα οποία έχουν στη μία τους όψη την Αθηνά ή την Άρτεμη και στην άλλη τόξο με την επιγραφή ΑΛ ή ΑΛΕΑ, πάνω σε στεφάνι.IIΟνομασία δύο οικισμών.1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 650 μ., 216 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μαντινείας του νομού Αρκαδίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τεγέας.2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 800 μ., 146 κάτ.) στην πρώην επαρχία Άργους του νομού Αργολίδος. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Αλέας.* * *(I)ἀλέα, η (Α)1. διαφυγή, διέξοδος, απόδραση2. καταφύγιο, σκέπη.[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχικό τ. ἀλεF-ᾱ (< θ. τού ρημ. ἀλέομαι*)πιθ. αναλογικός σχηματισμός κατά το φυγή].————————(II)ἀλέα, η (Α)1. (για τη φωτιά ή τον ήλιο) ζέστη, θερμότητα2. θερμό μέρος(«ποιέεσθαι περιπάτους ἐν ἀλέᾳ», Ιπποκράτης)3. αιτία, πηγή θερμότητας4. θερμότητα ζωική ή σωματική.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἀλέα, λόγω τής καταλήξεώς της (-έα), πρέπει να προέρχεται από ρηματική ρίζα (πρβλ. λ.χ. γενεά < γίγνομαι, δωρεά < δωρῶ. ἰδέα < ἰδεῖν). Τέτοια ρίζα δεν μαρτυρείται στα Ελληνικά, αλλά απαντά σε γερμανικές και βαλτικές γλώσσες. Συγκεκριμένα η λ. συνδέεται συνήθως με το αγγλοσαξον. swelan, νεώτερο γερμαν. schwelen «σιγοκαίω, καίγομαι», λιθ. svilti «καψαλίζω, -ομαι». Η ετυμολογική αυτή σύνδεση ενισχύεται από τη γενικότερα αποδεκτή άποψη ότι η λ. ἀλέα αρχικά δασυνόταν (επομένως ο τ. ἀλέα, προέκυψε με ιωνική ψίλωση), καθώς και από το γεγονός ότι δεν μαρτυρείται παρουσία αρχικού F στα Ελληνικά.ΠΑΡ. αρχ. ἀλεάζω, ἀλεαίνω, ἀλεεινός, ἀλεής].————————(III)ηδενδροστοιχία.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. allee «διάδρομος κήπου»].
Dictionary of Greek. 2013.